γύφτικος

γύφτικος
η , ο
1) цыганский; 2) кузнечный; З) грязный, нечистоплотный; неубранный, нечистый; 4) скупой, скаредный; мелочный;

§ καμαρώνει σα γύφτικοςο σκεπάρνι — надулся как индюк


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γύφτικος" в других словарях:

  • γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… …   Dictionary of Greek

  • γύφτικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει σε γύφτους. 2. μτφ., βρόμικος. 3. μτφ., τσιγκούνης. 4. φρ., «Κάτι τρέχει στα γύφτικα», για γεγονός χωρίς σημασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»